- ακρωνύχι
- και ακρώνυχο και ακράνυχο, τοη άκρη τού νυχιού και γενικά η άκρη τού δακτύλου (χεριού ή ποδιού).[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ακρώνυχον βλ. ακρώνυχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρονύχι — το το ακρωνύχι* … Dictionary of Greek
ακρωνυχίδα — η το ακρωνύχι … Dictionary of Greek
ακρώνυχα — επίρρ. [ακρωνύχι] ακρόνυχα* … Dictionary of Greek
ακρώνυχος — ἀκρώνυχος, ον (Α) 1. αυτός που έχει στα άκρα νύχια, χηλές, οπλές κ.λπ. 2. φρ. «ἴχνος ἀκρώνυχον» τα ίχνη, τα σημάδια αυτού που βαδίζει με τις άκρες τών ποδιών του 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀκρώνυχα τα άκρα τών δακτύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) +… … Dictionary of Greek